ψυχικῶς

ψυχικῶς
ψῡχικῶς , ψυχικός
of the soul
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψυχικός — ή, ό / ψυχικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψυχή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή (α. «ψυχικό σθένος» β. «ψυχικὴ δύναμις», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «ψυχική οδύνη» (νομ.) είδος αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο ψυχικός πόνος από τη θανάτωση ενός… …   Dictionary of Greek

  • видѣниѥ — ВИДѢНИ|Ѥ (474), А с. 1.Восприятие зрением, видение; обозрение, осмотр; созерцание: игранiѥ и плѩсаниѥ и гудениѥ. входѩщемъ въстати всемъ. да не осквьрнѩть имъ чювьсва. видѣниѥмь и слышаниѥмь. по оч҃кому повелѣнию. КН 1280, 513в; множицею на… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εκθερμαίνω — ἐκθερμαίνω (Α) μσν. θερμαίνω, ενισχύω ψυχικώς αρχ. 1. θερμαίνω εντελώς 2. εξάπτομαι 3. με θέρμανση εξατμίζω 4. εξαλείφω …   Dictionary of Greek

  • πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …   Dictionary of Greek

  • στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… …   Dictionary of Greek

  • συνεφέρνω — και διαλ. τ. συνηφέρνω Ν 1. (μτβ.) βοηθώ κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του, τόν επαναφέρω στην αρχική φυσιολογική κατάσταση του 2. (αμτβ.) ανακτώ τις αισθήσεις ή τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι σωματικώς ή ψυχικώς 3. μτφ. α) (μτβ.) συντελώ στην… …   Dictionary of Greek

  • Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Αλίκη — (Κέρκυρα 1917 –). Νομικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο της Ρώμης και αναγορεύτηκε διδάκτορας του πανεπιστημίου της Γενεύης. Το 1976 εξελέγη καθηγήτρια της… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՁՆՕՐԷՆ — ( ) NBH 1 0196 Chronological Sequence: 6c մ. ԱՆՁՆՕՐԷՆ որ եւ ԱՆՁՆԱՊԷՍ. ψυχικῶς animaliter, animo Հոգեպէս. հոգւով. *Զօրեսցէ տեսանել անձնօրէն զողջախոհութեանն զգեղեցկութիւն. Փիլ. այլաբ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍԻՐՏ — (սրտի, ից.) NBH 2 0716 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c գ. լծ. յն. լտ. καρδία cor, cordis եւ ψυχή animus, anima διάνοια mens, cogitatio. (որպէս սիրոյ տեղի, դիրք, օթարան. եւ սերտ մասն. յորմէ եւ յն. քարտի՛ա.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”